- χοίρος
- ο свинья;
§ ο χοίρος τη λάσπη κυνηγά — погов, свиньи грязь найдёт;
του χοίρου το μαλλί δεν γίνεται μετάξι погов, горбатого могила исправит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ ο χοίρος τη λάσπη κυνηγά — погов, свиньи грязь найдёт;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Χοῖρος — young pig masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοῖρος — young pig masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι … Dictionary of Greek
χοίρος — ο 1. γουρούνι. 2. παροιμ., «Tου χοίρου το μαλλί μετάξι δε γίνεται», ο ανάγωγος δεν αλλάζει. 3. φρ., «O χοίρος τη λάσπη κυνηγά», ο διεφθαρμένος θέλει να συναναστρέφεται τους ομοίους του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χοίρω — Χοῖρος young pig masc nom/voc/acc dual Χοῖρος young pig masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χοῖρε — Χοῖρος young pig masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοῖρε — χοῖρος young pig masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χοῖροι — Χοῖρος young pig masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοῖροι — χοῖρος young pig masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χοῖρον — Χοῖρος young pig masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοῖρον — χοῖρος young pig masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)